- συνεκφορᾶς
- συνεκφοράpublic funeralfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκφοράς — συνεκφορά̱ς , συνεκφορά public funeral fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδού — (ΑΜ ἰδού) (ως δεικτ. μόριο) 1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ») 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι αρχ. (χλευαστικά)… … Dictionary of Greek
καλού θετού — (ιδιωμ. επίρρ.) καλά καλά, αρκετά, ικανοποιητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αποτέλεσμα συνεκφοράς τών επιθέτων καλός και θετός, με χρήση τής γεν. ως επίρρ. (πρβλ. διπλού, καλού κακού)] … Dictionary of Greek
συνεκφορά — η, ΝΑ [συνεκφέρω] η συμπροφορά τού τελικού και τού αρχικού φθόγγου δύο διαδοχικών λέξεων κατά τρόπο που να καταργείται το κενό το οποίο θα έπρεπε φυσιολογικά να υπάρχει μεταξύ τους π.χ. τον ήλιο: ο νήλιος («οὐ προτάττεται τὸ σ τοῡ ξ κατὰ… … Dictionary of Greek